χαλεπός

χαλεπός
χαλεπ-ός, ή, όν,
A difficult (

ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται Pl.Prt.341d

: opp. ῥᾴδιος, Arist.Rh.1363a24, in various relations):
I in reference to the feelings, hard to bear, painful, grievous (so freq. in Hom.),

κεραυνός Il.14.417

;

θύελλα 21.335

;

ἄνεμοι Od.12.286

;

πόνος 23.250

; ἄλγος, πένθος, 2.193, 6.169;

γῆρας Il.8.103

;

ἄλη Od.10.464

;

χαλεπώτερος ἄεθλος Hes.Th.800

; ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων - ώτερα Hdt.6.40
;

χ. πνεῦμα A.Supp.166

(lyr.);

δύα Id.Th.228

(lyr.); χαλεπώτατα [πράγματα] S.Tr.1273 (anap.);

συμφορά E.Hipp.768

(lyr.); νόσος, πλάνη, etc., X.Smp.4.37, Pl.Sph.245e ([comp] Comp.), etc.;

ἡ ἐσβολὴ αὕτη -ωτάτη τοῖς Ἀθηναίοις ἐγένετο Th.3.26

; [θώρακες] δύσφοροι καὶ χ., of ill-fitting cuirasses, X.Mem.3.10.13: τὸ χ. τοῦ πνεύματος the severity of the wind, Id.An.4.5.4; τὰ χ. hardships, opp. τὰ τερπνά, Id.Mem.2.1.23, etc.;

τερπνῶν χαλεπῶν τε κρίσις Pi.Fr. 131

, cf. Plot.5.9.14: [comp] Comp., more unpleasant, Jul.Or.6.202c.
2 hard to do or deal with, difficult, irksome,

-ώτατον ἔργον ἁπάντων Ar.Eq.516

(anap.); cf. Th.3.59 ([comp] Sup.), etc.; χαλεπὰ τὰ καλά prov. ap.Pl.Hp.Ma.304e, al., attributed to Solon by Sch. ad loc.;

χαλεπὸν ὁ βίος X.Mem.2.9.1

, cf. Pl.Plt.299e: c. inf. [voice] Act. or [voice] Med., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, Il.21.482;

χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς 20.131

; χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν [τὸ μῶλυ] Od.10.305;

χ. προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc.386

;

χ. ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων Pi.N.10.72

;

χ. προσπολεμεῖν Isoc.4.138

, cf. Th.7.51 ([comp] Comp.); χ. συγγενέσθαι, εὑρεῖν, γενέσθαι, Pl.R.330c, 412b, 502c;

χ. πάσχειν Id.Cri.49b

([comp] Comp.): also c. inf. [voice] Pass.,

χαλεπὸς διαγνωσθῆναι καὶ δειχθῆναι Antipho 2.1.1

, cf. Th. 3.94, etc.;

χαλεπὸν ληφθῆναι ὁ τόπος Arist.Ph.212a8

; χαλεπόν [ἐστι] c. inf., 'tis hard, difficult to do, Od.4.651; c. acc. et inf., 'tis difficult for one to do . . , Il.16.620, Od.20.313: c. dat. et inf., Il.21.184, Od.11.156.
3 dangerous,

λιμένες 19.189

;

θάλασσα Th. 4.24

;

χ. τὰ παρόντα X.An.3.2.2

.
4 of ground, difficult, rugged,

χωρία χ. καὶ πετρώδη Th.4.9

;

ὁδός Id.5.58

, Pl.R.328e;

χ. . . καὶ προσάντης . . ὁδός ἐστιν Anaxandr.56

;

πρόσοδοι X.An.5.2.3

; πορεία ib.5.6.10; σταθμός ib.4.5.3; χωρίον -ώτατον a place most difficult to take, ib.4.8.2.
II of persons, hard to deal with, cruel, harsh, stern (opp. πρᾷος, Pl.R.493b ([comp] Sup.), Arist.EN1126a26), βασιλεύς, δαίμων, Od.2.232, 19.201;

χαλεποί τε καὶ ἄγριοι 8.575

;

-ώτερος

a more bitter enemy,

Th.3.40

; -ώτατοι most difficult to deal with, most dangerous or troublesome, ib.42, cf. 7.21;

-ώτεροι πάροικοι Id.3.113

;

χαλεπόν γε θυγάτηρ κτῆμα Men.18

: c. dat. pers., cruel or harsh towards one, Od.17.388;

τοῖς ξυμπροθυμηθεῖσι τὸν ἔκπλουν Th.8.1

, etc.; πρὸς τοὺς πολεμίους, τοὺς ἀγνῶτας, Pl.R.375c, Arist.Pol.1328a8 (also

πρὸς τοὺς δρόμους X.Cyn.5.17

);

ἐπὶ νύμφαις ἀλλοτρίαις Theoc. 22.145

.
b of words,

χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ Il.2.245

, etc.;

ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ. Od.17.395

; χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαί, Il.3.438
, Od.17.189;

φῆμις 14.239

;

μῆνις Il.5.178

.
c esp. of judges,

ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ. Hdt. 1.100

, cf. Pl.Criti.107d, And.4.36
; also

χ. ἀρχή Th.1.77

;

τιμωρία Pl.Ap.39c

([comp] Comp.);

νόμοι Id.Hp.Mi.372a

([comp] Comp.), D.21.44, 35.50.
d savage, fierce,

κύνες X.An.5.8.24

, Cyn.10.23; of bees, Arist.HA624b30 ([comp] Comp.); [

θηρία] χ. τὰς φύσεις Pl.Plt. 274b

.
2 ill-tempered, testy,

χ. ὢν καὶ δύσκολος Ar.V.942

, cf. Isoc.19.26;

ὀργὴν χ. Hdt.3.131

; χαλεπῇ τῇ χειρί with a rough hand, Ar.Lys.1116.
3 of plants, hurtful to the soil, Thphr.HP8.9.3 ([comp] Sup.).
B Adv. -πῶς hardly, with difficulty,

διαγνῶναι χ. ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il.7.424

;

χ. δέ σ' ἔολπα τὸ ῥέξειν 20.186

;

χ. κε φύγοις κακόν Hes.Op.684

;

χ. ὀργὰς μεταβάλλουσιν E.Med.121

(anap.);

χ. γνῶναι Antipho 3.2.1

;

τὰ τοῖς ἄλλοις χ. εὑρημένα ῥᾳδίως μανθάνειν Isoc.1.18

, cf. 44; οὐ or μὴ χ. without much ado, Th.1.2
, 7.81, etc.
2 hardly, scarcely,

δοκέω . . χ. ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι Hdt.7.103

;

χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται Lys.29.2

;

χ. ἂν πείσαιμι Pl.Phd. 84d

.
3 χ. ἔχει, = χαλεπόν ἐστι, Th.3.53: c. acc. et inf., X.HG 7.4.6.
4 painfully, miserably,

-ώτερον ζῆν Pl.R.579d

;

ἐν τοῖς -ώτατα διῆγον Th.7.71

.
II of persons, angrily, cruelly, harshly,

χ. τιμωρεῖσθαι Id.3.46

;

ἀποκρίνασθαι Id.5.42

, cf. E.Hipp.203 (anap.), Ar.Pl.60, Pl.Phdr.269b; χ. φέρειν τι take it ill, Th.2.16
, Pl.R.330a, etc.; also χ. ἔφερον τῷ πολέμῳ, τοῖς πράγμασιν, X.HG5.1.29, An. 1.3.3;

ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ Id.HG7.4.21

, cf. D.H.3.50; also

χ. φέρειν τινός Th.2.62

; also

χ. λαμβάνεσθαι τοῦ παιδός Hdt.2.121

.

δ; χ. λαμβάνειν περί τινος Th.6.61

; of the laws (cf. supr. 11.1c),

χ. προστάττειν Pl.Lg.925d

.
2 freq. in the phrase χ. ἔχειν to be angry, X.An.6.4.16, etc.; τινι with one, Id.HG1.5.16;

πρὸς τοὺς λόγους Isoc.3.3

, cf. 51; χ. ἔχειν τισὶν ἐπί τινι with persons for a thing, D.20.135, cf. Plu.Cic.43;

χ. διακεῖσθαι πρὸς ἅπαντας Isoc.Ep. 7.5

;

χ. πρὸς φιλοσοφίαν διακεῖσθαι Pl.R.500b

;

χ. πρὸς ἡμᾶς διετέθησαν Isoc.8.79

;

ἐπί τινι χ. διατεθείς Plu.Per.36

.
b χ. ἔχειν, also, to be in a bad way,

χ. ἔχω ὑπὸ τοῦ πότου Pl.Smp.176a

, cf. Tht.142b.— Beside the regul. [comp] Comp.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλεπός — difficult masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …   Dictionary of Greek

  • χαλεπός — ή, ό 1. δύσκολος: Το έργο αυτό είναι χαλεπό. 2. κοπιώδης, επίπονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλεπά — χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπώτερον — χαλεπός difficult adverbial comp χαλεπός difficult masc acc comp sg χαλεπός difficult neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτάτω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc superl dual χαλεπός difficult masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτάτων — χαλεπός difficult fem gen superl pl χαλεπός difficult masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτέραις — χαλεπός difficult fem dat comp pl χαλεπωτέρᾱͅς , χαλεπός difficult fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτέρω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc comp dual χαλεπός difficult masc/neut gen comp sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτέρων — χαλεπός difficult fem gen comp pl χαλεπός difficult masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπῶν — χαλεπός difficult fem gen pl χαλεπός difficult masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”